καθαρύλλως

καθαρύλλως
καθάρυλλος
dainty
adverbial
καθάρυλλος
dainty
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθάρυλλος — καθάρυλλος, ον (Α) (κωμ. υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος. επίρρ... καθαρύλλως (Α) κάπως καθαρά, καθαρούτσικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. υλλος (πρβλ. άρκ υλλος, μάτρ υλλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”